συνείσδοσις

συνείσδοσις
-όσεως, ἡ, Α [συνεισδίδωμι]
η από κοινού υποβολή δικογράφου σε δικαστήριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”